τριαύχην
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ενος, ὁ, ἡ, with three necks, of Hecate, Lyc.1186.
Greek (Liddell-Scott)
τριαύχην: -ενος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τρεῖς αὐχένας, ἐπὶ τῆς Ἑκάτης, τριαύχενος μήνιμα δειμένων θεᾶς, «τῆς Ἑκάτης, ἣν ἄνω τρίμορφον εἶπεν» (Σχολ.), Λυκόφρ. 1186.
Greek Monolingual
-ενος, ὁ, ἡ, και τριαύχενος, -ον, Α
αυτός που έχει τρεις αυχένες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + αὐχήν, -ένος (πρβλ. πολυαύχην)].
German (Pape)
ενος, mit drei Hälsen, Lycophr. 1186.