τριοπηλίς

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριοπηλίς Medium diacritics: τριοπηλίς Low diacritics: τριοπηλίς Capitals: ΤΡΙΟΠΗΛΙΣ
Transliteration A: triopēlís Transliteration B: triopēlis Transliteration C: triopilis Beta Code: triophli/s

English (LSJ)

δέσμη σκορόδων, Hsch. (v. τρόπαλις).

Greek Monolingual

και τριτοπηλίς, -ίδος, ἡ Α
πλεξίδα από σκόρδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για εσφ. τ. αντί του τρόπαλις (πρβλ. τροπαλλίς και αττ. τ. τρόπηλις), πιθ. κατ' επίδραση τών αριθμ. τρεις, τρία και τρίτος.