τριτάλας
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
[τᾰ], τάλαινα, τάλᾰν, thrice-wretched, AP7.373 (Thall.), 583 (Agath.), etc.
French (Bailly abrégé)
τάλαινα, τάλαν;
trois fois malheureux, tout à fait malheureux.
Étymologie: τρίς, τάλας.
German (Pape)
[λᾱ], -τάλαινα, -τάλαν, das verstärkte τάλας, sehr unglücklich, fem., Eur. Hipp. 739, wie Thall. 5 (VII.373).
Russian (Dvoretsky)
τρῐτάλᾱς: τρῐτάλαινα, τρῐτάλᾰν (τᾰ) трижды, т. е. глубоко несчастный Eur., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐτάλᾱς: -τάλαινα, -τάλᾰν, τρὶς δυστυχής, τρισάθλιος, Εὐρ. Ἱππ. 739, Ἀνθ. Π. παράρτ. 102. 1, κλπ.
Greek Monolingual
-αινα, -αν, ΜΑ
τρεις φορές τάλας, πολύ δυστυχισμένος («τριτάλαιναι κόραι Φαέθοντος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι- + τάλας «δυστυχής»].