τρόπα
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
Adv. a game with the ἀστράγαλοι described by Poll.9.103, τ. παίζειν Cratin. 170; ludit tropa nequiore talo (Brodaeus for rota or popa), Mart.4.14.9.
German (Pape)
[Seite 1151] παιδιά, ein Spiel, Poll. 9, 103.
Greek (Liddell-Scott)
τρόπᾰ: Ἐπίρρ., ᾗ Διονυσίοις ἀκύλοις παίζουσ’ ἀνεμένοι τρόπα Κρατῖνος ἐν «Πυλαία» 4, (Σχόλ. Πλάτ. Bekk. σ. 320)· ἦτο δὲ παιδιὰ δι’ ἀστραγάλων ἢ βαλάνων ἣν περιγράφει ὁ Πολυδ. Θ΄, 103 ὡς ἑξῆς: «ἡ δὲ τρόπα καλουμένη παιδιὰ γίνεται μὲν ὡς τὸ πολὺ δι’ ἀστραγάλων, οὓς ἀφιέντες στοχάζονται βόθρου τινὸς εἰς ὑποδοχὴν τῆς τοιαύτης ῥίψεως ἐξεπίτηδες πεποιημένου· πολλάκις δὲ καὶ ἀκύλοις καὶ βαλάνοις ἀντὶ τῶν ἀστραγάλων οἱ ῥίπτοντες ἐχρῶντο»· οὕτω Martial. 4. 14, ludit. tropa nequiore talo (ὡς ὁ Meineke ἀντὶ rota).
Greek Monolingual
η, ΝΑ
(στην αρχαιότητα) παιχνίδι ανάλογο με τα σημερινά λακουβάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροπ- του θ. τρεπ- του τρέπω.