Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τσάλαχο

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781

Greek Monolingual

το, Ν
θόρυβος, φασαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλαγος, με τροπή του σ- σε τσ- (πρβλ. συρίζω < τσυρίζω) και του -γ- σε -χ- και με αλλαγή γένους κατά τα ουδ.].