τσέτουλα
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. μικρό ξύλο στο οποίο σημειώνονταν άλλοτε με εγκοπές οι επί πιστώσει αγορές τροφίμων
2. (χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) τσέτουλα
χωρίς πληρωμή
3. φρ. α) «έκοψα τσέτουλα» — δεν πλήρωσα αντίτιμο προμήθειας ή αμοιβή εργασίας
β) «με την τσέτουλα τά έμαθε τα γράμματα» — λέγεται για άτομο που είναι αστοιχείωτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cetola < λατ. schedula < scheda «σελίδα, φύλλο χαρτιού»].