τυροτόμος

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡροτόμος Medium diacritics: τυροτόμος Low diacritics: τυροτόμος Capitals: ΤΥΡΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: tyrotómos Transliteration B: tyrotomos Transliteration C: tyrotomos Beta Code: turoto/mos

English (LSJ)

τυροτόμον, (τέμνω) cutting cheese, Sch.Il.11.639, Eust.871.60.

German (Pape)

[Seite 1165] Käse schneidend, Eustath. 819, 38.

Greek (Liddell-Scott)

τῡροτόμος: -ον, (τέμνω) ὁ κόπτων τυρόν, ἡ τυροτόμος μάχαιρα Εὐστ. 871. 60, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 639. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για εργαλείο) αυτός που κόβει τυρί (τυροτόμος μάχαιρα», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. υλοτόμος.