υγροβαφής

From LSJ

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek Monolingual

-ές / ὑγροβαφής, -ές, ΝΑ
βουτηγμένος σε υγρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. ψυχροβαφής].