υγρόπλους

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source

Greek Monolingual

-ουν, και -οος, -οον, Μ
αυτός που πλέει στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -πλους / -πλοος (< πλόος / πλοῦς < πλέω), πρβλ. μικρό-πλους, ταχύ-πλους].