υδροθεραπεία

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. το σύνολο τών θεραπευτικών μεθόδων οι οποίες αξιοποιούν τις φυσικές και χημικές ιδιότητες του νερού με τις διάφορες μορφές του, καθώς και η εφαρμογή τους, όπως είναι τα λουτρά, οι πλύσεις, οι καταιονισμοί και η κολύμβηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. hydrotherapie (< υδρο- + θεραπεία). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].