υποχέω

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

Α χέω
1. χύνω μέσα σε δοχείο που είναι τοποθετημένο από κάτω
2. (για ξηρό πράγμα) στρώνω ή απλώνω αποκάτω («φύλλα ὑποκεχυμένα ὑπὸ τοῖς ποσί», Ηρόδ.)
3. μτφ. εμβάλλω κρυφά στην ψυχή κάποιου («ἀπιστίη ὑπεκέχυτο αὐτῷ», Ηρόδ.)
4. παθ. ὑποχέομαι
α) εκτείνομαι, εξαπλώνομαι κάτω από κάτι
β) πάσχω από καταρράχτη
γ) μτφ. (για τον νου) συσκοτίζομαι
5. φρ. «ὑποχέω τινά τινι» — επικαλύπτω κάτι με κάτι άλλο (Οππ.).