φή
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
English (LSJ)
enclit. for φησί, Anacr.40:—but φῆ, Dor. φᾶ, for ἔφη.
φή (φῆ Aristarch.) = ὡς, as, like as, read by Zenodotus in Il.2.144, 14.499, said by Sch.A on 14.499 to occur in Antim. (he cites Fr. 79) and in Call. (v. Frr.366,518), φή ῥα prob. for δή ῥα (v.l. θῆρα) in h.Merc.241.
German (Pape)
[Seite 1267] od. φῆ, = ὡς, wie, gleichwie; Il. 2, 144 φὴ κύματα für ὡς κύματα; so erkl. Zenod. auch 14, 499 ὁ δὲ φῆ, κώδειαν ἀνασχών, indem er ὁ δέ, φὴ κώδειαν ἀνασχών interpungirte wo die Schol. den Gebrauch des Wortes für ὡς aus Callim. u. Antimachus anführen; u. so hat Herm. H. h. Merc. 241 für δή ῥα νεόλλουτος geschrieben φή ῥα ν.; vgl. Buttm. Lexil. I, 240, der es für correlativ zu πῇ für ἧ erklärt u. die Betonung φή vorzieht, und Spitzner exc. XXV zur Il., der φή ganz verwirft, während Bekker es in den beiden Stellen nach Zenodot. aufgenommen hat.
Russian (Dvoretsky)
φή:
I Anacr. (= φησί) 3 л. sing. к φημί.
II или φῆ как, словно: φ. κύματα θαλάσσης Hom. словно волны морские.
Greek (Liddell-Scott)
φή: ἐγκλιτ. συντετμημ. ἀντὶ φησί, Ἀνακρ. Ἀποσπ. 40· ― ἀλλὰ φῆ. Δωρ. φᾶ, ἀντὶ ἔφη, Πίνδ., κλπ.
English (Autenrieth)
= ὡς, as, just as, like, Il. 2.144, Il. 14.499.
Greek Monolingual
και φῆ Α
επίρρ. (ποιητ. τ.) όπως, καθώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. επιρρμ. τ., ο οποίος μπορεί να αναχθεί στον ΙΕ τ. bhě / bhŏ ενός βεβαιωτικού και εμφατικού μορίου (πρβλ. αβεστ. bā «έτσι, βεβαίως», αρμ. ba «λοιπόν», αρχ. σλαβ. bo «λοιπόν») και έχει τη μορφή μιας παλιάς οργανικής πτώσης (πρβλ. ἠ: εἰ, κῆ: ἐκεῖ, τῆ: θ. το- του οριστικού άρθρου). Η σύνδεση του τ. με το ρ. φημί δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
φή: εγκλιτ. αντί φησί,
I. γʹ ενικ. του φημί. II. φῆ, Δωρ. φᾶ, ποιητ. αντί ἔφη, γʹ ενικ. αορ. βʹ.
Frisk Etymology German
φή: {phḗ}
Forms: (φῆ)
Meaning: gleichwie (Β 144, Ξ 499 nach Zenodot).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Kann mit aw. bā fürwahr formal identisch sein; dazu mit auslautender Kürze lit. ba denn, ja, slav., z.B. aksl. und russ. bo denn, eben; idg. somit *bhā̆? Weiteres m. reicher Lit. bei Schwyzer-Debrunner 577; fürs Slavische und Baltische (wo auch andere Formen, z.B. čech. poln. ba ja, freilich, lit. bè wohl) noch Vasmer und Fraenkel s.vv. — Anders Fraenkel Gnomon 28, 238 mit semantischen Parallelen aus dem Slav.: suffixloser Ipv. von φημί sagen.
Page 2,1007-1008