φακοειδής
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
φακοειδές,
A lentiform, Arist.Cael.287a20, Str.17.1.34, Dsc.4.139, Gal.10.448; esp. φ. χιτών, of the capsule of the lens of the eye, Ruf.Onom.153.
II φακοειδές, τό, = ἔμπετρον Dsc.4.179.
German (Pape)
[Seite 1252] ές, linsenartig, linsenförmig, Sp.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
en forme de lentille, lenticulaire.
Étymologie: φακός, εἶδος.
Russian (Dvoretsky)
φᾰκοειδής: имеющий форму чечевицы Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς φακὸν, Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 4, 8, Πλούτ. 2. 288Β, Πολυδ. 2. 71.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει το σχήμα του φακού, που μοιάζει με φακό
2. φρ. «φακοειδής πυρήνας»
ιατρ. μάζα φαιάς ουσίας που ανήκει στα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου και συμμετέχει στον σχηματισμό του ραβδωτού σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φακός + -ειδής].