φαρμακόεις
From LSJ
English (LSJ)
φαρμακόεσσα, φαρμακόεν, = φαρμακώδης, poisoned, ἰός Mosch.4.30: poisonous, Nic.Al.4; of a person, sorcerer, Nonn. D. 21.144.—In Nic.Al.293, we have nom. pl. fem. φαρμακόεις for -όεσσαι.
German (Pape)
[Seite 1256] όεσσα, όεν, = φαρμακώδης, bes. giftig, reich am φάρμακον; Nic. Al. 293 πόσιες φαρμακόεις.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμᾰκόεις: εσσα, εν, = φαρμακώδης, ὁ διὰ φαρμάκου παρεσκευασμένος, Μόσχ. 4. 30· δηλητηριώδης, Χρησμ. Σιβ. 8. 289, Νικ. Ἀλεξιφ. 4· ἐπὶ ἀνθρώπου, μάγος, Νόνν. Διονυσ. 21. 142. ― Παρὰ τῷ Νικ. Ἀλεξιφ. 593, φέρεται φαρμακόεις ἀντὶ -όεσσαι, πρβλ. Λοβεκ. Παθολ. 1. 5, σημ.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, ΜΑ
(για πρόσ.) γόης, μάγος
αρχ.
1. δηλητηριώδης
2. δηλητηριασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + κατάλ. -όεις].