φαυσίμβροτος
From LSJ
English (LSJ)
φαυσίμβροτον, = φαεσίμβροτος, Pi.O.7.39.
German (Pape)
[Seite 1259] φαεσίμβροτος, Pind. Ol. 7, 39, δαίμων.
Russian (Dvoretsky)
φαυσίμβροτος: Pind. = φαεσίμβροτος.
Greek (Liddell-Scott)
φαυσίμβροτος: -ον, = φαεσίμβροτος, Πινδ. Ο. 7. 71.
English (Slater)
φαυσίμβροτος giving light to mortals φαυσίμβροτος δαίμων Ὑπεριονίδας (φαεσίμβροτος Schr.) (O. 7.39)
Greek Monolingual
-ον, Α
φαεσίμβροτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φαυ-σι- (< θ. φαF - < ΙΕ ρίζα bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + -μβροτος (< βροτός «θνητός»), πρβλ. τερψιμβροτος, φαεσίμβροτος].
Greek Monotonic
φαυσίμβροτος: -ον, = φαεσ-ίμβροτος, σε Πίνδ.
Middle Liddell
φαυσ-ίμβροτος, ον, = φαεσίμβροτος, Pind.]