φαυστήρ

From LSJ

κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαυστήρ Medium diacritics: φαυστήρ Low diacritics: φαυστήρ Capitals: ΦΑΥΣΤΗΡ
Transliteration A: phaustḗr Transliteration B: phaustēr Transliteration C: fafstir Beta Code: fausth/r

English (LSJ)

φαυστῆρος, ὁ, lamp or candelabrum, or perhaps large window, IG42(1).109 ii105.147 (Epid., iii B. C.).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. λάμπα ή κηροπήγιο
2. πιθ. μεγάλο παράθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαF- (< ΙΕ ρίζα bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + κατάλ. -τήρ (βλ. -τήρας). Ο τ. εμφανίζει υστερογενές -σ- (πρβλ. ἡμί-φαυ-σ-τος)].