φαυστήρ
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
φαυστῆρος, ὁ, lamp or candelabrum, or perhaps large window, IG42(1).109 ii105.147 (Epid., iii B. C.).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. λάμπα ή κηροπήγιο
2. πιθ. μεγάλο παράθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαF- (< ΙΕ ρίζα bhә2-w- «λάμπω, φωτίζω» [βλ. λ. φως]) + κατάλ. -τήρ (βλ. -τήρας). Ο τ. εμφανίζει υστερογενές -σ- (πρβλ. ἡμί-φαυ-σ-τος)].