φαυστήριος

From LSJ

ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαυστήριος Medium diacritics: φαυστήριος Low diacritics: φαυστήριος Capitals: ΦΑΥΣΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: phaustḗrios Transliteration B: phaustērios Transliteration C: fafstirios Beta Code: fausth/rios

English (LSJ)

ὁ, epithet of Bacchus, from the torches used in his orgies, Lyc.212.

German (Pape)

[Seite 1259] ὁ, Beiwort des Bacchus, vom Leuchten der Fackel bei seinen Orgien, Lycophr.

Greek (Liddell-Scott)

φαυστήριος: ὁ, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, «ὁ Διόνυσος, ὅτι μετὰ λαμπάδων ἄγεται αὐτῷ τὰ μυστήρια» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 212.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ φαυστήρ
προσωνυμία του Διονύσου εξαιτίας τών δαυλών τους οποίους χρησιμοποιούσαν στα ὁργιά του.