φθίνυλλα

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐ́νυλλα Medium diacritics: φθίνυλλα Low diacritics: φθίνυλλα Capitals: ΦΘΙΝΥΛΛΑ
Transliteration A: phthínylla Transliteration B: phthinylla Transliteration C: fthinylla Beta Code: fqi/nulla

English (LSJ)

ἡ, (φθίνω) nickname for a thin or delicate woman, starveling, Ar.Ec.935, cf. φθῖσα.

German (Pape)

[Seite 1271] ἡ, Spottname eines abgezehrten alten Weibes, eine alte Hotzel, Ar. Eccl. 972.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
petite vieille étique.
Étymologie: φθίνω.

Russian (Dvoretsky)

φθίνυλλα: (ῐ) ἡ φθίνω старая карга Arph.

Greek (Liddell-Scott)

φθίνυλλα: [ῐ], ἡ, (φθίνω) σκωπτικὸν ὄνομα λελεπτυσμένης νεάνιδος ἢ ἰσχνῆς, ὦ φθίνυλλα σὺ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 935· ἐπὶ τῆς σημασίας ταύτης παρ’ Ἡσύχ. φέρεται φθῖσα. Ἴδε Κοραῆ εἰς Ἰσοκρ. τ. 2, σ. 277.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κωμική λ.) παρωνύμιο πολύ λεπτής, κάτισχνης γυναίκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθῐν- του ρ. φθίνω + εκφραστικό επίθημα -υλλα / -ιλλα (πρβλ. κόρ-ι-λλα: κόρη)].

Greek Monotonic

φθίνυλλα: [ῐ], ἡ (φθίνω), παρατσούκλι για λεπτή ή λεπτεπίλεπτη γυναίκα, αυτή που λιμοκτονεί, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

φθῐ́νυλλα, ἡ, φθίνω
nickname for a thin or delicate woman, starveling, Ar.