φιλοίκειος
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
English (LSJ)
φιλοίκειον, loving one's relations, Arist.VV1251b35, OGI335.20 (Pergam., ii B. C.), prob. in Arist.Rh.1389a37, Hierocl.p.61A.; τὸ φ. τῆς προαιρέσεως Plb.31.28.9, cf. Cat.Cod.Astr.2.161; πάθος family feeling, Ph.2.74: as substantive, title of play by Timostratus, IG22.2323.155.
German (Pape)
[Seite 1280] seine Familie, seine Verwandten, Hausgenossen, seines Gleichen liebend; Arist., de virt. bei Stob. Floril. 1, 11; Pol. 32, 14, 9; Ael. H. A. 5, 28.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les siens.
Étymologie: φίλος, οἰκεῖος.
Russian (Dvoretsky)
φιλοίκειος: любящий своих домочадцев или родственников Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοίκειος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς ἑαυτοῦ οἰκείους, τοὺς συγγενεῖς, Ἀριστ. παρὰ Στοβ. 1. 18 ἐν τέλει (ὅθεν ἐπηνωρθώθη ἐν Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 13), Πολύβ. 32. 14, 9, κλπ.· πρβλ. φίλοικος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που αγαπά τους οικείους του, τους συγγενείς του
2. (για διαθέσεις και αισθήματα) αυτός που φανερώνει αγάπη για τους συγγενείς
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοίκειον
η αγάπη για τους συγγενείς
4. (το ουδ. ως κύριο όν.) Φιλοίκειον
τίτλος έργου του Φιλοστράτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἰκεῖος.
Greek Monotonic
φῐλοίκειος: -ον, αυτός που αγαπά τους συγγενείς του, σε Αριστ.
Middle Liddell
φῐλ-οίκειος, ον,
loving one's relations, Arist.