φιλόδουπος
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
φιλόδουπον, loving noise, noisy, AP6.297 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1279] Getöse liebend, tosend, ἄμη Phani. 4 (VI, 297).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime le bruit.
Étymologie: φίλος, δοῦπος.
Russian (Dvoretsky)
φιλόδουπος: любящий шум, т. е. гремящий (ἄμη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδουπος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν δοῦπον, τὸν θόρυβον, Ἀνθ. Παλατ. 6. 297.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ευχαριστείται με τους θορύβους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + δοῦπος «χτύπος, γδούπος»].
Greek Monotonic
φῐλόδουπος: -ον, αυτός που αγαπά το θόρυβο, σε Ανθ.