φυλλοχόος

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φυλλοχόος Medium diacritics: φυλλοχόος Low diacritics: φυλλοχόος Capitals: ΦΥΛΛΟΧΟΟΣ
Transliteration A: phyllochóos Transliteration B: phyllochoos Transliteration C: fyllochoos Beta Code: fulloxo/os

English (LSJ)

φυλλοχόον, shedding the leaves, φ. μήν the leaf-shedding month, Hes.Fr.240 (fort. μείς, as in Call.Hec.1.1.12), A.R.4.217, cf. Him.Or.9.1, Eust.1555.6: pl., Plu.2.734d, 735d.

German (Pape)

[Seite 1315] die Blätter streuend, verlierend; μήν, der Monat, der das Laub von den Bäumen auf die Erde streu't, Hes. bei Poll. 1, 231; vgl. Alciphr. 3, 10; Plut. Symp. 8, 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui laisse tomber ou perd ses feuilles.
Étymologie: φύλλον, χέω.

Russian (Dvoretsky)

φυλλοχόος: сбрасывающий листья: φυλλοχόοι μῆνες Plut. месяцы листопада.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλοχόος: -ον, ὁ χύνων τὰ φύλλα, φ. μήν, ὁ μὴν καθ’ ὃν πίπτουσι τὰ φύλλα ἐκ τῶν δένδρων, Ἡσίοδ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 231, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 217, πρβλ. Πλούτ. 2. 734D, 735D.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
(για μήνα ή εποχή) αυτός που κάνει τα φύλλα τών δένδρων να πέσουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -χόος (< χέω), πρβλ. οἰνο-χόος, χρυσο-χόος.

Greek Monotonic

φυλλοχόος: -ον (χέω), αυτός που ρίχνει φύλλα.

Middle Liddell

φυλλο-χόος, ον, [χέω]
shedding the leaves.