φυσητικός
From LSJ
Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
English (LSJ)
φυσητική, φυσητικόν, causing flatulency, flatulent, Hp.Mul.1.75, Arist.HA595b6; φ. τῆς κοιλίας Id.Pr. 908b1.
German (Pape)
[Seite 1317] zum Blasen fähig, geschickt, gewöhnlich blasend, Arist. H. A. 8, 7; adv. φυσητικῶς, Sp.
Russian (Dvoretsky)
φῡσητικός: вызывающий вздутие, вспучивающий (κύαμοι Arst.): φ. τινος Arst. вызывающий вздутие чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
φῡσητικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν φούσκωμα, Ἱππ. 6. 2. 9, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 8. 7, 1· φ. τῆς κοιλίας ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 13. 6, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φυσητικός, -ή, -όν, ΝΑ φυσῶ
νεοελλ.
ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φύσημα κάποιου οργάνου του σώματος
αρχ.
(για τρόφιμα) αυτός που προκαλεί φύσημα, φούσκωμα στα έντερα.