φυσώδης
English (LSJ)
φυσῶδες, (φῦσα)
A full of wind, windy, τὸ φ. Pl.Cra.427a: metaph., bombastic, Longin.28.1.
2 flatulent, causing flatulency, Hp.Acut.50, Arist.HA522b32, 588a7, Sor.2.85; φ. νοσήματα Arist.HA605a23.
German (Pape)
[Seite 1319] ες, voll Wind, windig, Plat. Crat. 427 a; Wind verursachend, blähend, Hippocr.; Ath. II, 61 d; auch compar., 53 e.
Russian (Dvoretsky)
φῡσώδης:
1 вызывающий пучение, вспучивающий (κυάμων πλῆθος Arst.);
2 сопровождающийся метеоризмом (νοσήματα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
φῡσώδης: -ες, (φῦσα) πλήρης ἀνέμου, ἀνεμώδης, τὸ φυσῶδες Πλάτ. Κρατ. 427Α˙ ― μεταφ., πεφυσημένος, πομπώδης, Λογγῖν. 28. 1. 2) ὁ προξενῶν ἀέρια, φουσκώνων, ἐπιφέρων φούσκωμα, Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 293, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 3. 21, 5., 7. 12. 1˙ φ. νοσήματα αὐτόθι 8. 26, 1.
Greek Monolingual
-ες / φυσώδης, -ῶδες, ΝΑ φῦσα
ιατρ. αυτός που προκαλεί αέρια ιδίως στην κοιλιά και στα έντερα («φυσώδη νοσήματα», Ιπποκρ.)
αρχ.
γεμάτος αέρα, άνεμο.