φωτογραφικός

From LSJ

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωτογραφία («φωτογραφική μηχανή» — συσκευή που χρησιμεύει για τη λήψη φωτογραφιών)
2. το θηλ. ως ουσ. η φωτογραφική- η τέχνη του φωτογράφου
3. φρ. α) «φωτογραφική εμφάνιση»
(φωτογρ.) το σύνολο τών επεξεργασιών που υφίσταται μετά από τη φωτογράφηση η φωτογραφική πλάκα για τη μετατροπή της λανθάνουσας εικόνας σε ορατή εικόνα
β) «φωτογραφική πλάκα»
(φωτογρ.) βλ. πλάκα
γ) «φωτογραφικός θάλαμος»
(φωτογρ.) βλ. θάλαμος
δ) «φωτογραφικός (αντικειμενικός) φακός»
(φωτογρ.) οπτικό σύστημα αποτελούμενο από έναν αριθμό απλών φακών στερεωμένων στο εσωτερικό κυλινδρικού σωλήνα και προοριζόμενο για τον σχηματισμό πραγματικών ειδώλων κατά τη φωτογράφηση ή την εικονοληψία, την επισκοπική ή διασκοπική προβολή ή στις εργασίες φωτογραφικού εργαστηρίου.
επίρρ...
φωτογραφικώς και φωτογραφικά Ν
με την τέχνη της φωτογραφίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Δ. Κ. Κοκίδη].