φόβημα

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόβημα Medium diacritics: φόβημα Low diacritics: φόβημα Capitals: ΦΟΒΗΜΑ
Transliteration A: phóbēma Transliteration B: phobēma Transliteration C: fovima Beta Code: fo/bhma

English (LSJ)

-ατος, τό, cause of terror, ἐγχέων φ. δαΐων to them, S.OC 699 (lyr.), cf. Aq.De.4.34.

German (Pape)

[Seite 1294] τό, der Schrecken, das Schreckniß, Soph. O. C. 704.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
objet d'effroi.
Étymologie: φοβέω.

Russian (Dvoretsky)

φόβημα: ατος τό нечто наводящее страх, предмет ужаса Soph.

Greek (Liddell-Scott)

φόβημα: τό, φόβητρον, ἐγχέων φόβημα δαΐων Σοφ. Ο. Κ. 699. 2) ἀπολ., τρόμος, Ἀκύλ. Π. Δ. (Ψαλμ. Θ΄, 21, Δευτερ. Δ΄, 34).

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α φοβῶ
1. φόβητρο
2. φόβος.

Greek Monotonic

φόβημα: -ατος, τό (φοβέω), τρόμος, τινος, για κάποιον, σε Σοφ.

Middle Liddell

φόβημα, ατος, τό, φοβέω
a terror, τινος to one, Soph.