φύρκος
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
τό, Dor. φοῦρκος, = τεῖχος, Hsch., who also has φύρκοπ· ὀχύρωμα, and φυρκηλῖται (-είτοι cod.)· τειχήρεις.
German (Pape)
[Seite 1316] ὁ, dor. φοῦρκος, = τεῖχος, Hesych., scheint mit πύργος verwandt zu sein.
Greek (Liddell-Scott)
φύρκος: τό, Δωρ. φοῦρκος, = τεῖχος Ἡσύχ., παρ’ ᾧ ὑπάρχει καὶ φύρκορ· ὀχύρωμα, καὶ φυρκηλῖτοι· τειχήρεις.
Greek Monolingual
και φύρκορ, τὸ, Α
τείχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τ. διαλ. προέλευσης, ο οποίος απαντά και στην ιων.-αττ. (πρβλ. τα ανθρωπωνύμια Φύρκ-ιππος, Φυρκ-ῖνος, Φύρκ-ων, Φυρκ-ίας) και εμφανίζει τις μορφές: φύρκος, φύρκορ και φούρκορ (πιθ. λακωνικός ή ηλειακός τ.), ενώ η ύπαρξη ενός δωρ. τ. φοῦρκος παραμένει αμφβλ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, οι τ. αυτοί ανάγονται στην ίδια ρίζα με το ρ. φράσσω, το οποίο έχει σχηματιστεί από το θ. φρακ- (bhrkw-) μιας συνεσταλμένης βαθμίδας (βλ. λ. φράζω [II]), με αντιπροσώπευση, όμως, του φωνηεντικού -r- ως -υρ- (πρβλ. ἀγ-ύρ-της. ἀγείρω). Στην ίδια οικογένεια ανήκουν πιθανότατα και οι τ. φρύκες (ή φρίκες)
χάρακες και φόρκες
χάρακες. Τέλος, η σύνδεση τών τ. με τη λ. πύργος που έχει προταθεί (βλ. λ. πύργος) δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή].
Frisk Etymology German
φύρκος: {phúrkos}
See also: s. πύργος.
Page 2,1054