χήρατο
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
English (LSJ)
χήραντο, v. χαίρω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao. Moy. épq. de χαίρω.
Russian (Dvoretsky)
χήρατο: эп. (= ἐχήρατο) 3 л. sing. aor. 1 к χαίρω.
Greek (Liddell-Scott)
χήρατο: χήραντο, ἴδε τὸ ῥῆμα χαίρω.
English (Autenrieth)
see χαίρω.
Greek Monotonic
χήρατο: γʹ ενικ. Επικ. αορ. αʹ του χαίρω.