χίμεθλον
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
English (LSJ)
[ῐ], τὸ, = χιμέτλον, Parod. Epic. ap. Arist.Rh.1412a31; v.l. in Dsc.2.42.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
engelure.
Étymologie: DELG χεῖμα.
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. χίμετλον.
Greek Monotonic
χίμεθλον: [ῐ], τό (χιών), = χίμετλον, ξεπάγιασμα, χιονίστρα, Λατ. pernio, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
χίμεθλον: (χῐ) τό Arst. = χίμετλον.