χαμαικοιτέω
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
lie on the ground, Luc.Syr.D.55 (v.l. χαμοκοιτέων).
French (Bailly abrégé)
χαμαικοιτῶ :
coucher ou dormir à terre.
Étymologie: χαμαικοίτης.
German (Pape)
auf der Erde liegen, schlafen, Luc. Dea Syr. 55.
Russian (Dvoretsky)
χᾰμαικοιτέω: лежать или спать на земле Luc.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰμαικοιτέω: κοιτάζομαι χαμαί, Λουκ. περὶ τῆς Συρ. Θεοῦ 55.
Spanish
Greek Monotonic
χᾰμαικοιτέω: μέλ. -ήσω, κοιτάζω στο έδαφος, σε Λουκ.
Middle Liddell
χᾰμαικοιτέω, fut. -ήσω
to lie on the ground, Luc. [from χᾰμαικοίτης]
Léxico de magia
dormir sobre la tierra κατὰ τὴν σύνοδον χαμαικοιτῶν ἐπὶ ψιάθου θρυΐνης en luna nueva, durmiendo en tierra sobre una estera de juncos P XIII 116 P XIII 672 ὁπόταν δὲ γενήται ἐν κριῷ, χαμαικοίτει πρὸ μιᾶς καὶ θυσιάσας ἐπίθυε τὰ ζʹ ἐπιθύματα cuando (la luna) se encuentre en Aries, duerme en tierra una noche antes y realiza un sacrificio quemando las siete sustancias aromáticas P XIII 350