χειρόδεικτος
From LSJ
English (LSJ)
χειρόδεικτον, manifest, Id.OT901 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1345] mit der Hand gezeigt, Soph. O. R. 901.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu'on montre de la main, visible.
Étymologie: χείρ, δείκνυμι.
Russian (Dvoretsky)
χειρόδεικτος: указанный рукой, т. е. очевидный, явный Soph.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόδεικτος: -ον, Λατιν. ὁ διὰ τῆς χειρὸς δεικνυόμενος, κατάδηλος, φανερός, Σοφ. Ο.Τ. 901.
Greek Monolingual
-ον, Α
δακτυλοδεικτούμενος, πασίγνωστος, ολοφάνερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + δεικτός (< δείκνυμι), πρβλ. δακτυλόδεικτος].
Greek Monotonic
χειρόδεικτος: -ον (δείκνυμι), Λατ. digito monstratus, δακτυλοδεικτούμενος, φανερός, σε Σοφ.
Middle Liddell
χειρό-δεικτος, ον, δείκνυμι
Lat. digito monstratus, manifest, Soph.