χθονόπαις
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
ὁ, ἡ, earth-born, child of earth, Ὥρα Hsch.
German (Pape)
[Seite 1355] παιδος, ὁ, ἡ, erdgeboren, von der Erde erzeugt, ὥρα, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χθονόπαις: ὁ, ἡ, ὁ ἐκ τῆς γῆς γεννηθείς, τέκνον τῆς γῆς, ὥρα Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-παιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει γεννηθεί από τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + παῖς (πρβλ. οὐρανόπαις)].