χλωρίς
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
-ίδος, ἡ,
A greenfinch, Fringilla chloris, Arist.HA592b17, 615b32, Nic.Fr.54, Ael.NA4.47.
II a kind of grape, Gp.5.2.4.
German (Pape)
[Seite 1360] ίδος, ἡ, ein am Bauche gelblicher Vogel, das Weibchen des χλωρίων, Arist. H. A. 8, 3. 9, 13 Ael. H. A. 4, 47.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
femelle du loriot (v. χλωρίων), oiseau.
Étymologie: χλωρός.
Russian (Dvoretsky)
χλωρίς: ίδος ἡ птица зеленушка или дубоноска (Ligurinus chloris L ) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
χλωρίς: -ίδος, ἡ, πτηνόν τι ὠχρὸν κατὰ τὴν κοιλίαν ἔχον περίπου τὸ μέγεθος τοῦ κορύδου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 4., 9, 13, 4.
Greek Monolingual
-ίδος, η, ΝΜΑ
βλ. χλωρίδα.