χρυσίζω
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
A to be golden or be like gold, Dsc.1.15, Critoap.Gal.12.446, Ps.-Callisth.3.21, Hdn.5.6.8, Ath.7.322a; τὸ χρυσίζον τοῦ ᾠοῦ the yolk, Gp.14.7.5.
II abound in gold, Arist.Mir.833b8.
German (Pape)
[Seite 1380] golden, goldähnlich sein; Herodn. 5, 6,18; Ath. VII, 322 a.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσίζω: изобиловать золотом (ἡ γῆ χρυσίζει Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσίζω: εἶμαι ὅμοιος πρὸς χρυσόν, λάμπω, ἢ ἔχω χρῶμα οἷον ὁ χρυσός, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 45, Ἡρῳδιαν. 5. 6, Ἀθήν. 322Α τὸ χρυσίζον τοῦ ᾠοῦ, ὁ κρόκος αὐτοῦ, Γεωπον. 14. 7, 5.
Greek Monolingual
ΝΜΑ χρυσός (Ι)]
(αμτβ.) έχω το χρώμα και τη λάμψη του χρυσού
νεοελλ.
δίνω σε κάτι τη λάμψη του χρυσού
μσν.
φρ. «τὸ χρυσίζον τοῦ ᾠοῦ» — ο κρόκος του αβγού (Γεωπ.).