χρυσεργής

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσεργής Medium diacritics: χρυσεργής Low diacritics: χρυσεργής Capitals: ΧΡΥΣΕΡΓΗΣ
Transliteration A: chrysergḗs Transliteration B: chrysergēs Transliteration C: chrysergis Beta Code: xrusergh/s

English (LSJ)

χρυσεργές, made of gold or made with gold, ἱμάτιον Tz.H.3.980.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσεργής: -ές, εἰργασμένος, πεποιημένος ἐκ χρυσοῦ, ἱμάτιον Τζέτζ. Ἱστ. 3. 980.

Greek Monolingual

-ές, Μ
1. κατασκευασμένος από χρυσό
2. χρυσοστόλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -εργής (< ἔργον), πρβλ. πυροεργής].