χρυσόλινον
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
τό, gold thread, gold wire, Paul. Aeg.6.92.
German (Pape)
[Seite 1381] τό, Goldfaden, Golddraht, Paul. Aeg.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
χρυσή κλωστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + λίνον «λινάρι» (πρβλ. λευκό-λινον)].