ψαλίδισμα

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

το, Ν ψαλιδίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψαλιδίζω, κόψιμο με τη χρήση ψαλιδιού
2. μτφ. α) περικοπή, ελάττωσηψαλίδισμα δαπανών»)
β) αυστηρή λογοκρισίαψαλίδισμα θεατρικού έργου»)
3. φρ. «η γλώσσα του θέλει ψαλίδισμα»
μτφ. πρέπει να σωπάσει.