Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
το, Ν ψαλιδίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ψαλιδίζω, κόψιμο με τη χρήση ψαλιδιού
2. μτφ. α) περικοπή, ελάττωση («ψαλίδισμα δαπανών»)
β) αυστηρή λογοκρισία («ψαλίδισμα θεατρικού έργου»)
3. φρ. «η γλώσσα του θέλει ψαλίδισμα»
μτφ. πρέπει να σωπάσει.