ψευδοκόρη
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, a pretended maid, Poll.4.151.
German (Pape)
[Seite 1394] ἡ, falsches, verstelltes Mädchen, Poll. 4, 152.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοκόρη: ἡ, ψευδὴς κόρη, Πολυδ. Δ΄, 151 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ψευτοπαρθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + κόρη.