ψυχοτρόφος
From LSJ
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
ψυχοτρόφον, sustaining life or soul, αὖραι Orph.H.16.3.
German (Pape)
[Seite 1404] die Seele, das Leben erhaltend, nährend, belebend, αὖραι Orph. H. 15, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων τὴν ψυχήν, δηλ. τὴν ζωήν, αὖραι Ὀρφ. Ὕμν. 15. 3.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που τρέφει την ψυχή, που συντηρεί την ζωή («τροφὴ ψυχοτρόφος», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. βρεφοτρόφος].