ψυχόλεθρος
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ὁ, the death of the soul, Hdn.Epim.203.
German (Pape)
[Seite 1404] seelenverderbend, ὁ ψυχόλεθρος, das Seelenverderben, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
ψῡχόλεθρος: -ον, ὁ καταστρέφων τὴν ψυχήν, Ἐκκλ. ΙΙ. ψυχόλεθρος, ὁ, ὡς οὐσιαστ., ὁ ὄλεθρος τῆς ψυχῆς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερισμ. 203.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο όλεθρος, ο θάνατος της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ὄλεθρος «καταστροφή»].