блестящий
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
περιλαμπής, φαίδιμος, ἔκδηλος, μεγαλοπρεπής, λιπαρός, φλογώδης, διαυγής, διαφανής, αἴθων, ονος, λαμπρός, λευκός, πολιός