δυσγενής

From LSJ

αὐτίκα καὶ φυτὰ δῆλα ἃ μέλλει κάρπιμ' ἔσεσθαιfruitful plants show it straightaway

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσγενής Medium diacritics: δυσγενής Low diacritics: δυσγενής Capitals: ΔΥΣΓΕΝΗΣ
Transliteration A: dysgenḗs Transliteration B: dysgenēs Transliteration C: dysgenis Beta Code: dusgenh/s

English (LSJ)

δυσγενές,
A low-born, E.Ion1477, Ar.Ra.1219, etc.: Comp., Men.533.10.
II low-minded, mean, E.El.363, etc.; δ. ὢν τῷ τρόπῳ Com. ap. Stob.4.30.6a.

Spanish (DGE)

-ές
I 1de baja cuna o nacimiento πέφυκα δ. E.Io 1477, ὁ δ' οὐ δίκαιος ... δ. εἶναι δοκεῖ E.Fr.336, cf. Ar.Ra.1219, op. εὐγενής Arist.Pol.1255b1, EN 1099b4, Diog.Oen.111.9, cf. Ph.2.370, Gr.Naz.M.36.484A.
2 innoble, ruin οὔτοι τὸ γ' ἦθος δυσγενὲς παρέξομαι E.El.363
c. juego de palabras sobre 1 τί τῶν λεγόντων εἰσὶ δυσγενέστεροι Men.Fr.835.10.
II adv. δυσγενῶς = cobardemente, con miedo innoble δ. ἔχειν πρὸς ψυχρολουσίαν Agathin. en Orib.10.7.5, δειλῶς καὶ δ. καὶ ἀνάνδρως Eus.HE 9.10.4.

German (Pape)

[Seite 677] ές, 1) unedel, von niedriger Geburt; Eur. Ion 580 u. öfter; Ar. Ran. 1217; Arist. Eth. 1, 9 u. öfter. – 2) von unedler Gesinnung, Eur. Hel. 1225; ἦθος El. 363, u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 de basse naissance;
2 fig. de sentiments bas.
Étymologie: δυσ-, γένος.

Russian (Dvoretsky)

δυσγενής:
1 низкого происхождения, незнатный Eur., Arph., Arst., Polyb., Plut.;
2 низменный, неблагородный (ἦθος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσγενής: -ές, ἐξ ἀσήμων καταγόμενος, Εὐρ. Ἴωνι 1477, Ἀριστοφ. Βατρ. 1219, κτλ. ΙΙ. ταπεινὸς τὸ φρόνημα, χυδαῖος, ἀγροῖκος, Εὐρ. Ἠλ. 363, κτλ.· δ. ὢν τῷ τρόπῳ Ἐπίχ. 142 Ahr.

Greek Monolingual

δυσγενής, -ές (Α)
1. αυτός που κατάγεται από άσημους γονείς («πέφυκα δυσγενής», Ευρ.)
2. ποταπός, χαμερπής («δυσγενὴς ὤν τῷ τρόπῳ», Επίχαρμος).

Greek Monotonic

δυσγενής: -ές (γένος),·
I. ταπεινός στην καταγωγή, ασήμαντος, σε Ευρ. κ.λπ.
II. χυδαίος, αγροίκος, αυτός που έχει ταπεινό φρόνημα, ποταπός, τιποτένιος, στον ίδ.

Middle Liddell

δυσ-γενής, ές γένος
I. low-born, Eur., etc.
II. lowminded, low, mean, Eur.

English (Woodhouse)

ill-bred, mean, low of degree, of birth, of low degree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)