προδιοικέω
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
A regulate, manage beforehand, D.23.14 (Pass.), Luc. Hist.Conscr.52:—Med. in act. sense, Aeschin.1.146, D.H.Rh.9.7, al.
II digest before, σιτία προδιῳκημένα Antyll. ap. Orib.5.29.10.
German (Pape)
[Seite 716] vorher anordnen, einrichten, anstiften; ἡτοίμαστο αὐτοῖς τὸ προβούλευμα καὶ προδιῴκητο, Dem. 23, 14; vgl. Luc. hist. conscr. 52. – Auch med., Aesch. 1, 146 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
προδιοικῶ :
part. pf. Pass. προδιῳκημένος;
disposer ou régler auparavant, acc.;
Moy. προδιοικέομαι, προδιοικοῦμαι disposer autrement.
Étymologie: πρό, διοικέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-διοικέω vooraf regelen.
Russian (Dvoretsky)
προδιοικέω:
1 заранее упорядочивать, подготовлять (τὸ προβούλευμα Dem.);
2 med. устраивать Aeschin.
Greek (Liddell-Scott)
προδιοικέω: διοικῶ, διατάσσω, κυβερνῶ ἐκ τῶν προτέρων, Δημ. 625. 5, ἐν τῷ παθ., πρβλ. Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγ. 52. μέσ. ἐπὶ ἐνεργ. σημασ., Αἰσχίν. 20. 33, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 9. 7, κτλ. ΙΙ. χωνεύω πρότερον, σιτία προδιῳκημένα Ὀρειβάσ. σ. 75 Matth.
Greek Monotonic
προδιοικέω: μέλ. -ήσω, διοικώ, διατάσσω, κυβερνώ, κυριαρχώ εκ των προτέρων, σε Δημ. — Μέσ., με Ενεργ. σημασία, σε Αισχίν.
Middle Liddell
fut. ήσω
to regulate, order, govern, manage beforehand, Dem.: Mid. in act. sense, Aeschin.