συνακολουθέω

English (LSJ)

A follow along with or closely, accompany, τῇ στρατιᾷ Th.6.44, cf. Hyp.Lyc.6, BGU1755.3 (i B.C.), Ev.Marc.14.51, etc.; σ. τινὶ οἴκαδε Ar.Pl.43; πρὸς τὴν θεόν Id.Ra.400; μετὰ τοῦ στρατηγοῦ Isoc.4.146.
2 follow with the mind, attend to, σ. ταῖς τύχαις Arist.EN1100b4; follow an argument completely, λόγῳ Pl.Phlb. 25c, Lg.629a; σ. τινί τι follow him in a matter, ib.792c; τισι Arist. Ph.188b26, Thphr. Sens.72.
3 to be correlated, ἀλλήλοις Arist. GA764b24, cf. Thphr. HP 7.2.9.
4 follow with the sense of obeying, c. dat., Pl.Lg.711c, 716b.
5 accrue, enure, τινι BGU906.22 (i A.D.).
II of effects, follow closely upon the cause, πάντα σ. τῷ τοῦ παντὸς παθήματι Pl.Plt. 274a; μετὰ τοῦ ῥήματος.. σ. τὰς ἡδονάς Id.R.464a; σ. τοῖς πλούτοις ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία Isoc.7.4, cf. Arist.Mete.370b10, Gal.18(2).135.
III in the Logic of Arist., follow necessarily with a term, be involved in it, APr.52b11; to be mutually implied, σ. αἱ ἀρχαί Metaph.1085a16.

German (Pape)

[Seite 998] mit od. zugleich folgen; Ar. Plut. 43; Thuc. 6, 44; μετὰ στρατηγοῦ, Isocr. 4, 146, wie Plat. Rep. IV, 464 a, der auch öfter τῷ λόγῳ συνακολουθεῖν verbindet, z. B. Soph. 224 e Phil. 25 c, und es übertragen für »beistimmen«, »nachgeben« braucht.

French (Bailly abrégé)

συνακολουθῶ :
I. suivre ensemble :
1 suivre qqn plusieurs ensemble;
2 suivre, aller de compagnie : τινι, μετά τινος avec qqn;
II. fig. être la conséquence commune de, se rattacher à la fois à, gén..
Étymologie: σύν, ἀκολουθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾰκολουθέω, Att. ook ξυνακολουθέω meegaan, begeleiden, met dat.; overdr. (met de geest) volgen:. σ. τῷ λόγῳ het betoog op de voet volgen Plat. Phlb. 25c.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰκολουθέω:
1 идти вслед, следовать, сопровождать (τινι Thuc., Arph., NT): σ. τινι πρός τινα Arph. провожать кого-л. к кому-л.; σ. μετά τινος Isocr. следовать за кем-л.;
2 следовать (кому-л., чему-л.), применяться (τινι Plut.): σ. ταῖς τύχαις Arst. сообразоваться с судьбами (людей);
3 следовать, соглашаться: μέχρι τούτου σ. Arst. быть единодушным до этого предела;
4 повиноваться, слушаться (τινι Plat.);
5 следить (σὺ δέ μοι συνακολούθησον τῷ λόγῳ Plat.);
6 сопутствовать, быть свойственным: σ. τινι и μετά τινος Isocr. сопутствовать чему-л.; διὰ τὸ σ. τῷ Γ τὸ Α Arst. так как Α содержится в (присуще) Γ.

English (Strong)

from σύν and ἀκολουθέω; to accompany: follow.

English (Thayer)

συνακολούθω; imperfect συνηκολουθουν; 1st aorist συνηκολούθησα; from Aristophanes, Thucydides, Isocrates down; to follow together with others, to accompany: τίνι, one, ἀκολουθῆσαι); L T Tr WH; Luke 23:49.

Greek Monotonic

συνᾰκολουθέω: μέλ. -ήσω,
1. ακολουθώ κάποιον από κοντά, συνοδεύω, τινί, σε Αριστοφ., Θουκ.
2. συνακολουθέω λόγῳ, παρακολουθώ πλήρως μια λογική επιχειρηματολογία, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰκολουθέω: ἀκολουθῶ ὁμοῦ ἢ ἐκ τοῦ πλησίον, συνοδεύω, ἐπὶ προσώπων ἐν κινήσει, τινι Θουκ. 6. 44, κτλ.· σ. τινι οἴκαδε Ἀριστοφ. Πλ. 43· πρὸς τὴν θεὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 399· μετὰ τοῦ στρατηγοῦ Ἰσοκρ. 71Β· μεταφορ., σ. ταῖς τύχαις Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 10, 8. 2) ἀκολουθῶ λογικόν τι ἐπιχείρημα ἐντελῶς, λόγῳ Πλάτ. Φίληβ. 25C, Νόμ. 629Α· σ. τινί τι, ἀκολουθῶ τινα εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι 792C. 3) ἀκολουθῶ ἢ εὑρίσκομαι σύμφωνος μετά τινος, ἀλλήλοις Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 1, 14· ― ἀπολ., ἀκολουθῶ ἢ συμφωνῶ ἐντελῶς, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 1. 5, 7. 4) ἀκολουθῶ ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ ὑπακούω, Πλάτ. Νόμ. 711C, 716B. ΙΙ. ἐπὶ ἀποτελεσμάτων ἀκολουθούντων ἀμέσως μετὰ τὴν αἰτίαν, ἢ ἐκ τοῦ πλησίον, πάντα ξ. τῷ τοῦ παντὸς παθήματι ὁ αὐτ. ἐν Πολιτ. 274Α· μετὰ τοῦ ῥήματος… ξ. τὰς ἡδονὰς ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 464Α· τοῖς πλούτοις σ. ἄνοια καὶ μετὰ ταύτης ἀκολασία Ἰσοκρ. 140 ἐντ τέλει. ΙΙΙ. ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἀκολουθῶ ἀναγκαίως ἔν τινι ὅρῳ, περιέχομαι ἔν τινι ὅρῳ (πρβλ. συνεπιφέρω ΙΙ), Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 46, 15· σ. αἱ ἀρχαὶ Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 9, 3. 2) ἐπὶ γεγονότων, παρακολουθῶ, ἕπομαι, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 3. 1, 2. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 127.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to follow closely, to accompany, τινί Ar., Thuc.
2. ς. λόγῳ to follow an argument completely, Plat.

Chinese

原文音譯:sunakolouqšw 尋阿可魯帖哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-同時的-乘坐
字義溯源:陪同,同去,跟隨,跟著;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἀκολουθέω)=同走一路,跟從)組成,而 (ἀκολουθέω)又由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(κείρω)X*=路)組成。參讀 (ἀκολουθέω)同義字
出現次數:總共(3);可(2);路(1)
譯字彙編
1) 跟著(1) 路23:49;
2) 跟隨(1) 可14:51;
3) 同去(1) 可5:37

Lexicon Thucydideum

comitari, to accompany, 2.96.2, 3.100.2, 6.44.1.