Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
γυμνάζω, ἐξασκέω, ἐγγυμνάζω, ἐμμελετάω, προσγυμνάζω, ἀπογυμνάζω, ἐνασκέω, ἀσκέω, θεραπεύω