Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
κακόν, κατάγνωσις, ἔγκλημα, ἐπίκλημα, κατάμεμψις, μομφή, μομφά, μέμψις, ἐνιπή, ἐνιπά, ἐπιμομφή, ἐπίπληξις, ἐπίπλαξις, ἐπιτίμημα, προφορά, ἐπίρρησις, ὄνειδος, ὀνείδισμα