Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαριστικός

From LSJ

Οὔτοι συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν → I was not born to hate, but to love.

Sophocles, Antigone, 523
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰριστικός Medium diacritics: χαριστικός Low diacritics: χαριστικός Capitals: ΧΑΡΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: charistikós Transliteration B: charistikos Transliteration C: charistikos Beta Code: xaristiko/s

English (LSJ)

χαριστική, χαριστικόν, giving freely, bounteous, φιλοτιμία Aristeas 227: of persons, Democr. 96, Corn.ND15 (Comp.), Plu.2.632c, Ptol.Tetr.67, etc.; μεγαλόθυμος καὶ χ. Phld.Herc.1457.5; τὸ χ. bounteousness, τοῦ θεοῦ Ph.1.108, cf. Plu.2.332d. Adv. χαριστικῶς Corn.l.c.

German (Pape)

[Seite 1339] = χαριστήριος, bes. = gern schenkend, freigebig, Plut. Symp. 2, 1,5; Phryn. in B. A. 12.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
bienfaisant, libéral;
τὸ χαριστικόν la libéralité.
Étymologie: χαρίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

χᾰριστικός: щедрый Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χαριστικός: η, όν, ὁ παρέχων ἐλευθέρως, δωρούμενως, εὐεργετικός, «ὁ πολλοῖς χαριζόμενος» Α. Β. 72. 13· εὐδάπανον καὶ μεγαλοπρεπῆ καὶ χαριστικὸν Πλούτ. 2. 632C, κλπ.· τὸ χαριστικόν, γενναιοδωρία, ἐλευθεριότης, αὐτόθι 332D. - Ἐπιρρ. χαριστικῶς, Ἐπιφάν. 77, 17.

Greek Monolingual

-ή, -ό / χαριστικός, -ή, -όν, ΝΜΑ χαρίζω, -ομαι]]
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται ή δίνεται για εξυπηρέτηση ή για ευχαρίστηση κάποιου
2. συνεκδ. μεροληπτικός
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα χαριστικά
χρηματικό φιλοδώρημα που δίνεται από τον χορευτή στους οργανοπαίκτες
4. φρ. α) «δοτική χαριστική»
γραμμ. (στην αρχ. σύντ.) δοτική που δηλώνει ότι κάτι υπάρχει ή γίνεται για χάρη κάποιου
β) «χαριστική βολή»
i) πυροβολισμός στον κρόταφο κάποιου που έχει εκτελεστεί με τυφεκισμό, για να τον απαλλάξουν από ενδεχόμενη επιθανάτια αγωνία
ii) μτφ. τελειωτικό χτύπημα, οριστική καταστροφή
γ) «χαριστικός νόμος» — νόμος που ευνοεί ορισμένα πρόσωπα
5. παροιμ. «καλός ο χορός, μα θέλει και χαριστικό» — δηλώνει ότι οι διασκεδάσεις είναι ευχάριστες, αλλά συνεπάγονται και δαπάνες
μσν.-αρχ.
αυτός που παρέχεται με ευχαρίστηση, που δωρίζεται («χαριστικὸς οὐχ ὁ βλέπων πρὸς ἀμοιβήν, ἀλλ' ὁ εὖ δρᾶν προῃρημένος», Δημοκράτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστικόν
γενναιοδωρία.
επίρρ...
χαριστικώς / χαριστικῶς, ΝΜΑ, και χαριστικά Ν
κατά χάριν, ευνοϊκά.