ἀγηλατέω
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
drive out one accursed or polluted, esp. one guilty of sacrilege and murder, Hdt.5.72, S.OT402, Arist.Ath.20.3:—also ἀγηλατίζω, EM10.34.
Spanish (DGE)
(ἀγηλᾰτέω) • Alolema(s): ἁγ- S.OT 402, Tz.H.13.312, ad Lyc.436
desterrar, echar por estar manchado por un crimen ἑπτακόσια ἐπίστια Hdt.5.72, ἐπτακοσίας οἰκίας Arist.Ath.20.3 (en ambos casos, familia del linaje de los Alcmeónidas)
•κλαίων δοκεῖς μοι καὶ σὺ χὠ συνθεὶς τάδε ἁγηλατήσειν S.OT 402, cf. Nicom.Trag.14, Tz.ll.cc.
French (Bailly abrégé)
ἀγηλατῶ :
repousser comme un objet impur, chasser, exiler ; abs. faire une purification.
Étymologie: ἄγος, ἐλαύνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγηλᾰτέω: ἀποδιώκω τὸν ἐναγῆ, τὸν ἔχοντα ἅγος Λατ. piaculum exigere, ἰδίως ἔνοχον ἱεροσυλίας ἢ φόνου, Ἡρόδ. 5, 72, Σοφ. Ο, Τ. 402· ἴδε Schäf Γρηγ. (Κορίνθου) σ. 546· πρβλ. ἀνδρηλατέω· ἀγηλατεῖν, «διώκειν, ὡς ἅγος ἐξελαύνειν, φυγαδεύειν», Ἡσύχ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀγηλατέω ἄγος, ἐλαύνω verdrijven, uitdrijven (van onreine mensen om een vloek op te heffen).