ἀδόνητος
From LSJ
English (LSJ)
ἀδόνητον, (δονέω) unshaken, AP5.267 (Paul. Sil.).
Spanish (DGE)
-ον
firme, impasible de Eros ἀστεμφής, ἀδόνητος ἐνέζεται AP 5.268 (Paul.Sil.), ἐκεῖνοι τοῖς ἀσπίσιν ... περιπεφραγμένοι ἵσταντο ἀστεμφεῖς καὶ ἀδόνητοι Agath.1.21.8, θάρσος Nonn.D.28.307, ἀμφαδίην ἀδόνητος ἐρεύγεται ἠθάδα φωνήν impasible se despacha en público con su voz habitual de Jesús, Nonn.Par.Eu.Io.7.26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non agité.
Étymologie: ἀ, δονέω.
German (Pape)
unerschüttert, Paul.Sil. 20 (V.268); Nonn. Auch ἀδόνευτος geschr.
Russian (Dvoretsky)
ἀδόνητος: непоколебимый, неподвижный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδόνητος: -ον, (δονέω) = ἀκλόνητος, ἀσάλευτος, Ἀνθ. ΙΙ. 5. 268.
Greek Monotonic
ἀδόνητος: -ον (δονέω), ακλόνητος, ασάλευτος, σε Ανθ.