ἀκαρνάν

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαρνάν Medium diacritics: ἀκαρνάν Low diacritics: ακαρνάν Capitals: ΑΚΑΡΝΑΝ
Transliteration A: akarnán Transliteration B: akarnan Transliteration C: akarnan Beta Code: a)karna/n

English (LSJ)

ὁ, a fish, prob. = λάβραξ (cf. ἀκάρναξ· Hsch.), Ath.8.356b.

Spanish (DGE)

v. ἀχάρνας.

Greek Monolingual

ἀκαρνάν (-ᾱνος), ο (Α)
είδος ψαριού, πιθανώς το λαβράκι (Αθήν. 8.356b).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να είναι δάνειο από το προελληνικό γλωσσ. υπόστρωμα. Ο τ. ἀκάρναξ του Ησύχ., αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γραφή των χειρογράφων, οφείλεται πιθ. σε μεταπλασμό της λ. με επίδραση του ουσ. λάβραξ.