ἀκαρνάν
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, a fish, prob. = λάβραξ (cf. ἀκάρναξ· Hsch.), Ath.8.356b.
Spanish (DGE)
v. ἀχάρνας.
Greek Monolingual
ἀκαρνάν (-ᾱνος), ο (Α)
είδος ψαριού, πιθανώς το λαβράκι (Αθήν. 8.356b).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρέπει να είναι δάνειο από το προελληνικό γλωσσ. υπόστρωμα. Ο τ. ἀκάρναξ του Ησύχ., αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη γραφή των χειρογράφων, οφείλεται πιθ. σε μεταπλασμό της λ. με επίδραση του ουσ. λάβραξ.