ἀκατακόσμητος
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
English (LSJ)
ἀκατακόσμητον, unarranged, Plu.2.424a.
Spanish (DGE)
-ον no ordenado περίττωμα Plu.2.424a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non arrangé.
Étymologie: ἀ, κατακοσμέω.
German (Pape)
ungeordnet, Plut. Def. orac. 25, neben ἄτακτος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκατακόσμητος: неупорядоченный (ἄτακτος καὶ ἀ. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατακόσμητος: -ον, ὁ μὴ κατακεκοσμημένος, ἄτακτος, Πλούτ. 2. 424Α.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατακόσμητος, -ον) κατακοσμῶ
όποιος δεν είναι στολισμένος
αρχ.
ο «μὴ κατὰ κόσμον», ο άτακτος.