ἀκατακόσμητος

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκατακόσμητος Medium diacritics: ἀκατακόσμητος Low diacritics: ακατακόσμητος Capitals: ΑΚΑΤΑΚΟΣΜΗΤΟΣ
Transliteration A: akatakósmētos Transliteration B: akatakosmētos Transliteration C: akatakosmitos Beta Code: a)katako/smhtos

English (LSJ)

ἀκατακόσμητον, unarranged, Plu.2.424a.

Spanish (DGE)

-ον no ordenado περίττωμα Plu.2.424a.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non arrangé.
Étymologie: , κατακοσμέω.

German (Pape)

ungeordnet, Plut. Def. orac. 25, neben ἄτακτος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκατακόσμητος: неупорядоченный (ἄτακτος καὶ ἀ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκατακόσμητος: -ον, ὁ μὴ κατακεκοσμημένος, ἄτακτος, Πλούτ. 2. 424Α.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκατακόσμητος, -ον) κατακοσμῶ
όποιος δεν είναι στολισμένος
αρχ.
ο «μὴ κατὰ κόσμον», ο άτακτος.